- σεμνοπρόσωπος
- -ον, Μαυτός που έχει σοβαρή και μεγαλοπρεπή εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -πρόσωπος (< πρόσωπον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετωποσώφρων — μετωποσώφρων, ον (Α) αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο σώφρων)] … Dictionary of Greek
σεμνοπροσωπώ — έω, Α παίρνω σοβαρό ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + προσωπῶ < αμάρτυρο αρχ. *σεμνοπρόσωπος (πρβλ. ἰδιο προσωπῶ)] … Dictionary of Greek